Μήπως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το Γερμανικό πλεόνασμα;
Η Γερμανία έχει ένα εμπορικό πλεόνασμα σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Κίνας. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, τα ακριβή νούμερα είναι 278.7 δις δολάρια για τη Γερμανία και 164.8 δις δολάρια για την Κίνα. Παρόλο που αυτό μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο δυναμικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της Γερμανικής οικονομίας, θα πρέπει κανείς να δει πέρα από τις επικεφαλίδες και να αναλύσει τόσο τις αιτίες όσο και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις αυτού του φαινομένου.
Με απλούς όρους, το εμπορικό πλεόνασμα ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών μίας χώρας και των εισαγωγών της. Εναλλακτικά, μπορεί να οριστεί ως η διαφορά μεταξύ της κατανάλωσης των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγει μία χώρα από τρίτες χώρες μείον την εσωτερική κατανάλωση των εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Μία εξαιρετική περιγραφή του παραπάνω φαινομένου έχει γίνει από τον Martin Wolf στο άρθρο του στους Financial Times όπου αναφέρει «Τα πλεονάσματα εξαγωγών δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και ένα πλεόνασμα της παραγωγής επί της κατανάλωσης». Το άρθρο τιτλοφορείται «Η Γερμανία αποτελεί βάρος για τον κόσμο» και δημοσιεύτηκε στο αντίστοιχο τεύχος της 5ης Νοεμβρίου του 2013.
Παράλληλα, υπάρχει σημαντικό περιθώριο για αύξηση των επενδύσεων στη Γερμανία. Προς το παρόν, η Γερμανικές δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ της είναι πολύ χαμηλότερες του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό συνοδεύεται από περιορισμένες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις σε συνδυασμό με ένα σχετικά υψηλό επίπεδο φορολόγησης.
Αυτό το μίγμα οδηγεί σε μία μείωση των δαπανών – κατά συνέπεια πλήττοντας την κατανάλωση – συμπεριλαμβανομένης και της κατανάλωσης των εισαγόμενων προϊόντων, και σε μία επακόλουθη αύξηση του εμπορικού πλεονάσματος. Τα τελευταία μακροοικονομικά στοιχεία που έδειξαν μείωση στην Γερμανική βιομηχανική παραγωγή κατά 4% τον Αύγουστο και μία μείωση του ΑΕΠ κατά 0.2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2014 αποτελούν σίγουρα λόγο ανησυχίας.
Τα εμπορικά πλεονάσματα μπορούν να θεωρηθούν ως μία πολιτική που μεταφέρει το πρόβλημα στις γειτονικές χώρες καθώς οι χώρες με πλεόνασμα κρύβουν την αδύναμη εσωτερική τους ζήτηση πίσω από την ισχυρή ζήτηση των εξαγόμενων αγαθών τους.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι μία τέτοια κατάσταση δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί βιώσιμη λύση. Η ανταγωνιστικότητα είναι ένας σχετικός όρος καθώς μία ανταγωνιστική οικονομία συνήθως πάει χέρι-χέρι με μία μη ανταγωνιστική οικονομία σε διεθνές επίπεδο.
Με βάση την παρούσα κατάσταση, η υπερβολική εμπιστοσύνη σε ένα είδος ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξαγωγές κάνει τη Γερμανική οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικούς κινδύνους, πρωτίστως σε μία μείωση της παγκόσμιας ζήτησης. Προκειμένου να επιτευχθεί μακροχρόνια ισορροπία, θα πρέπει η εσωτερική ζήτηση να ανακάμψει. Η αυξημένη εσωτερική ζήτηση θα θωρακίσει τη Γερμανική οικονομία από εξωτερικούς κινδύνους, αλλά και θα ωφελήσει την Ευρωζώνη καθώς μέρος της αυξημένης κατανάλωσης θα επιμεριστεί και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Αν η εικόνα που διαμορφώνεται από τους προαναφερθέντες μακροοικονομικούς δείκτες αποδειχθεί μόνιμη, η Γερμανία θα διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί σε έναν επικίνδυνο κύκλο ύφεσης. Το Γερμανικό «οικονομικό θαύμα» της τελευταίας δεκαετίας βασίστηκε σε υψηλές επενδύσεις και βελτίωση της παραγωγικότητας. Ένας συνεχιζόμενος χαμηλός ρυθμός επενδύσεων στη Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα ανάσχεσης της μακροχρόνιας ανταγωνιστικότητας της Γερμανικής οικονομίας. Πιο σημαντικό από αυτό ωστόσο, είναι ότι μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης της ανάκαμψης της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Οι αυξανόμενες κρατικές δαπάνες σε συνδυασμό με κίνητρα για επενδύσεις είναι το σωστό μίγμα πολιτικής για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι να μπει η Γερμανία, και κατά συνέπεια και η Ευρωζώνη, σε ένα νέο κύκλο ύφεσης στο μέσο-μακροπρόθεσμο διάστημα.