Επιβολή προκαταβολής φόρου 26%, επί της αξίας τιμολογίων, σε ελληνικές επιχειρήσεις που εισάγουν από χώρες ‘μη συνεργαζόμενες’ φορολογικά ή με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές
«Η επιβολή προκαταβολής φόρου 26% επί της αξίας τιμολογίων, σε ελληνικές επιχειρήσεις που εισάγουν από “μη συνεργαζόμενες” φορολογικά χώρες δημιουργεί πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων σε μια περίοδο κατά την οποία η ρευστότητα είναι ήδη πολύ περιορισμένη. Η ελληνική κυβέρνηση αντί να θεσμοθετεί κίνητρα για την προσέλκυση νέων επιχειρηματιών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας επιλέγει να θεωρεί τον Έλληνα επιχειρηματία ένοχο μέχρι αποδείξεως του εναντίου» δήλωσε η ευρωβουλευτής της ΝΔ και του ΕΛΚ Μαρία Σπυράκη με αφορμή σχετική ερώτηση που κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
H Μαρία Σπυράκη στην ερώτηση της προς την Κομισιόν ερωτά αν η συγκεκριμένη απόφαση είναι κατάφορη παραβίαση της αρχής της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς, όσον αφορά τις συναλλαγές με Κράτη Μέλη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (Βουλγαρία, Κύπρος, Ιρλανδία) αλλά και προσβολή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων κατά την επιβολή άμεσων και έμμεσων φόρων, καθώς και διατάξεων διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας.
Η ευρωβουλευτής τονίζει ότι με αυτόν τον τρόπο μετακυλίεται στον φορολογούμενο το βάρος να αποδείξει ότι πρόκειται για συνήθη και πραγματική συναλλαγή, ώστε να του επιστραφεί ο παρακρατηθείς φόρος.
Για το λόγο αυτό ερωτά την Επιτροπή αν υπάρχει σχετική δικονομική πρόβλεψη καθώς και πότε ο φορολογούμενος οφείλει να προβαίνει σε απόδειξη αρνητικού γεγονότος.
Ολόκληρη η ερώτηση της ευρωβουλευτού της ΝΔ και του ΕΛΚ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 21 του Ν.4321/15 ,κάθε συναλλαγή που γίνεται μεταξύ μιας Ελληνικής επιχείρησης με μια άλλη που έχει έδρα κράτη ‘μη συνεργάσιμα’ ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς θα επιβαρύνεται με 26% προκαταβολή φόρου.
Πιο συγκεκριμένα, προβλέπει ότι μετακυλίεται στον φορολογούμενο το βάρος να αποδείξει ότι πρόκειται για συνήθη και πραγματική συναλλαγή, ώστε να του επιστραφεί ο παρακρατηθείς φόρος.
Δεδομένου ότι το ισχύον φορολογικό καθεστώς επιτρέπει στις φορολογικές αρχές να προβούν σε φορολογικούς ελέγχους και ότι το κοινοτικό δίκαιο στην Ελλάδα, Κράτος Μέλος της ΕΕ, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής νομοθεσίας
Ερωτάται η Επιτροπή:
Υπάρχει πρόβλεψη για την αποφυγή της οριζόντιας και πιθανόν καταχρηστικής εφαρμογής του άρθρου προς όλες τις επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με ‘μη συνεργάσιμες’ χώρες ή με χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς;
Υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών ελευθεριών του κοινοτικού δικαίου, και ειδικότερα παραβίασης της Αρχής της ελεύθερης διακίνησης στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς, όσον αφορά τις συναλλαγές με Κράτη Μέλη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (Βουλγαρία, Κύπρος, Ιρλανδία) και παραβίασης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων κατά την επιβολή άμεσων και έμμεσων φόρων, καθώς και διατάξεων διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας;
Υπάρχει δικονομική πρόβλεψη και αν ναι, πότε ο φορολογούμενος οφείλει να προβαίνει σε απόδειξη αρνητικού γεγονότος;»