«Να αποτραπεί το νέο χαράτσι στους αγρότες»
· Ερωτήσεις σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για εξαιρέσεις
Πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την απόφαση της κυβέρνησης να φορολογήσει τις αγροτικές επιδοτήσεις ανέλαβαν από κοινού ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος και η ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κ. Μαρία Σπυράκη.
Μετά την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα φορολόγηση των κοινοτικών ενισχύσεων που λαμβάνουν οι αγρότες, ο κ. Χαρακόπουλος και η κ. Σπυράκη σε συνεργασία που είχαν, εξέφρασαν τη διαφωνία τους με το νέο «χαράτσι» που επιβάλλεται σε αγρότες και κτηνοτρόφους. Υπενθυμίζουν την ξεκάθαρη θέση της Νέας Δημοκρατίας για αφορολόγητες επιδοτήσεις. Μέχρις ότου, όμως, μια νέα κυβέρνηση καταργήσει το «χαράτσι» αποφάσισαν να ζητήσουν ταυτόχρονα με ερωτήσεις τους στο εθνικό και ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, τουλάχιστον, τη θέσπιση εξαιρέσεων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ, στη φορολόγηση των ενισχύσεων που στοχεύουν στην αγροτική ανάπτυξη και την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος, όπως είναι οι συνδεδεμένες ενισχύσεις, η εξισωτική αποζημίωση, τα αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα, τα σχέδια βελτίωσης, το πριμ πρώτης εγκατάστασης νέων αγροτών κλπ.
Σε δήλωσή της η ευρωβουλευτής της ΝΔ και του ΕΛΚ τόνισε:
«Η φορολόγηση των αγροτικών ενισχύσεων είναι εθνική αρμοδιότητα. Ωστόσο μια σειρά κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει εξαιρέσεις. Ειδικά στην Ελλάδα η Ν.Δ. δεν έχει φορολογήσει και δεν σχεδιάζει να φορολογήσει ούτε ένα ευρώ από τις ενισχύσεις.
Δίνουμε τη μάχη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε να φανεί ότι η φοροεπιδρομή της κυβέρνησης στο εισόδημα των αγροτών είναι καθαρά δική της επιλογή και παλεύουμε να ισχύσουν και στην Ελλάδα οι εξαιρέσεις».
Σε ανάλογο κλίμα ήταν και η δήλωση του βουλευτή Λάρισας:
«Πρώτη φορά φορολόγηση των αγροτικών επιδοτήσεων με την “πρώτη φορά Αριστερά” στην Ελλάδα. Το νέο χαράτσι της κυβέρνησης για φορολογική επιβάρυνση 13% στις κοινοτικές ενισχύσεις που ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ, θα πρέπει άμεσα να ακυρωθεί, διότι πλήττει ευθέως το εισόδημα των αγροτών και την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ αναμφίβολα θα υπονομεύσει τους στόχους που έχουν τεθεί από την Κοινή Αγροτική Πολιτική στην πιο κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας δε, πως αυτοί οι γεωργοί που θα επιβαρυνθούν είναι οι στυλοβάτες της παραγωγικής διαδικασίας παρέχοντας πάνω από 50% της συνολικής παραγωγής, τότε οι εξαγγελίες για παραγωγική ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα μοιάζουν επικοινωνιακές κορώνες χωρίς περιεχόμενο. Πριν καν περάσουν 100 μέρες συγκυβέρνησης οι προεκλογικές υποσχέσεις, που παρέσυραν πολλούς ανύποπτους συμπολίτες μας μεταξύ αυτών και αγρότες, όχι μόνο λησμονήθηκαν, αλλά έφθασαν στο σημείο πανικόβλητοι, αφού έβαλαν «χέρι» στα αποθεματικά των ταμείων και των δημόσιων οργανισμών, να φορολογούν τώρα και τις αγροτικές επιδοτήσεις».
Ολόκληρη η ερώτηση της Μαρίας Σπυράκη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ως εξής:
«Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να φορολογήσει το σύνολο των ενισχύσεων που δίνει η ΕΕ στους αγρότες καθιερώνοντας αφορολόγητο όριο στις ενισχύσεις και όχι στο συνολικό εισόδημα των αγροτών, ύψους 12000 ευρώ.
Ερωτάται η Επιτροπή:
Η καθιέρωση αφορολόγητου ορίου στις ενισχύσεις και όχι στο σύνολο του εισοδήματος συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των αγροτών που λαμβάνουν χρήματα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό στην Ελλάδα;
Συνάδει με το στόχο των κοινοτικών κονδυλίων που προορίζονται για επενδύσεις, έρευνα και ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα, η φορολόγηση τους από το ελληνικό κράτος, με προφανή στόχο την ενίσχυση, μέσω αυτών των εσόδων, του κρατικού προϋπολογισμού;»
Ολόκληρη η ερώτηση του Μάξιμου Χαρακόπουλου στον υπουργό Οικονομικών έχει ως εξής:
«Η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά» αφού έσπασε τους «κουμπαράδες» των αποθεματικών σε ταμεία και οργανισμούς βάζει χέρι και στις αγροτικές επιδοτήσεις. Η πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα φορολόγηση των κοινοτικών ενισχύσεων συνιστά το νέο «χαράτσι» που επιβάλλεται σε αγρότες και κτηνοτρόφους.
Το νέο χαράτσι της κυβέρνησης που δεν είναι άλλο από τη φορολογική επιβάρυνση 13% στις κοινοτικές ενισχύσεις που ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ, επιβάλλεται στην πιο κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία. Η απόσυρσή του είναι επιβεβλημένη διότι πλήττει ευθέως το εισόδημα των αγροτών και την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ αναμφίβολα θα υπονομεύσει τους στόχους που έχουν τεθεί από την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Μάλιστα, οι γεωργοί που θα επιβαρυνθούν είναι οι στυλοβάτες της παραγωγικής διαδικασίας παρέχοντας πάνω από το 50% της συνολικής παραγωγής, για τούτο και οι εξαγγελίες για παραγωγική ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα μοιάζουν επικοινωνιακές κορώνες χωρίς περιεχόμενο.
Κατόπιν τούτων ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός:
1. Προτίθεστε να ανακαλέσετε την επιβολή -για πρώτη φορά από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ- φορολόγησης σε κάθε είδους ενισχύσεις και επιδοτήσεις των αγροτών και κτηνοτρόφων;
2. Αν όχι προτίθεστε, τουλάχιστον, να θεσπίσετε εξαιρέσεις, αντίστοιχες με άλλες χώρες μέλη της ΕΕ, στη φορολόγηση των ενισχύσεων που στοχεύουν στην αγροτική ανάπτυξη και την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος, όπως είναι οι συνδεδεμένες ενισχύσεις, η εξισωτική αποζημίωση, τα αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα, τα σχέδια βελτίωσης, το πριμ πρώτης εγκατάστασης νέων αγροτών κλπ;»